- χοροπλεκής
- χορο-πλεκής, ές, Reigentänze knüpfend, schlingend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χοροπλεκής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) πιθ. αυτός που συγκροτεί χορούς ή αυτός που είναι συντεθειμένος με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. νευρο πλεκής] … Dictionary of Greek
χοροπλεκέας — χοροπλεκής weaving masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροπλεκέεσσι — χοροπλεκής weaving masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροπλεκέος — χοροπλεκής weaving masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροπλεκέων — χοροπλεκής weaving masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek